- επεσκεμμένως
- ἐπεσκεμμένως (Α) επίρρ. [< ἐπεσκεμμένος, μτχ. παρακμ. τού ρ. ἐπισκοποῡμαι]με περίσκεψη, με σύνεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπεσκεμμένως — carefully indeclform (adverb) ἐπισκέπτομαι pass in review perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)